Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

4 απαντήσεις

Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από petra_ Δευ Φεβ 16, 2009 11:04 am

Στου παπα-Λάμπρου την αυλή…

Τι ήταν ν΄ ακούσω μικρή το τραγούδι "στου παπα-Λάμπρου την αυλή"? Οργίασε η φαντασία μου… Μια τεράστια αυλή με κοτούλες να βόσκουν στα χορταράκια, μυρμήγκια να κουβαλούν προμήθειες για το χειμώνα, ο σκύλος δεμένος στη γωνία, γάτες να κουλουριάζονται αμέριμνες…
Για σπίτι, ούτε λόγος! Αυλή μόνο…’Οπου και να γύριζες, το μάτι σου ήταν αυλή…
Α! ναι… Και η παπα-Λάμπραινα. άλλοτε στην πόρτα με τα μάτια κολλημένα στο δρόμο κι άλλοτε, καθισμένη στο περβάζι της βεράντας με το κεφάλι ακουμπισμένο στο διπλωμένο χέρι της…Συνήθως, δακρυσμένη…
Ο παπα-Λάμπρος? Άφαντος…Δεν τον συνάντησα ποτέ με τη φαντασία μου…

Τα χρόνια περνούσαν, η αυλή, αυλή κι η παπα-Λάμπραινα να περιμένει, με ολοένα και πιο μεγάλη αγωνία. Τάιζε τις κότες, πότιζε τις γλάστρες. Η αυλή έγινε πιο συγκεκριμένη και έψαξα για μια γωνία να χτίσω το σπίτι. Δεν τα κατάφερα, δε μου έβγαινε. Αλλά πλησίασα πιο πολύ την παπα-Λάμπραινα. Ταλαιπωρημένη γυναίκα, μαυροντυμένη πάντα, πρησμένα τα μάτια απ΄ το κλάμα και το βλέμμα στυλωμένο στην πόρτα.
Μια μέρα, τόλμησα να την κοιτάξω κατάματα…Την ανάγκασα να με δει. Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα της, βλέμμα ζώου που είχε παγιδευτεί από κυνηγούς αλλά αφήνονταν γιατί καταλάβαινε ότι δεν είχε ελπίδα διαφυγής. Σαν να μου έλεγε…αφού δεν θα έρθει, δεν έχω άλλη λύση…

Ένιωθα τον πόνο της, την απελπισία της, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε εκεί, πιστή σε μια προσμονή, κλεισμένη σε μια αυλή…Άπλωσα το χέρι να την αγγίξω για πρώτη φορά. Τί ήταν να το τολμήσω? Χάθηκε, πάει η αυλή με τα λουλουδάκια και τα ζωάκια, πάει κι η παπα-Λάμπραινα…
Έμεινα μόνη, να θυμάμαι εκείνο το βλέμμα του παγιδευμένου αγριμιού…που δεν μπορούσα να εξηγήσω.
Το εξήγησα πολύ αργότερα, όταν με το ίδιο βλέμμα με κοίταξε μια άγνωστη "παπα-Λάμπραινα" που συνάντησα, τυχαία, σ΄ ένα τρένο και άκουσα την ιστορία της…
Από τότε, έδωσα μια υπόσχεση…Δεν θα γίνω ποτέ "παπα-Λάμπραινα". Κανένας δε θα με βάλει στη θέση της…Είμαι ελεύθερη…
petra_
petra_
ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Αριθμός μηνυμάτων : 1851
Ηλικία : 36
Τόπος : νταμαρι...
Κάρμα : 562
Points : 7604
Registration date : 02/10/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από litmell Δευ Φεβ 16, 2009 1:22 pm

Η γυναίκα στο τρένο.

Ήταν αυτή που είχε το θάρρος να ξεφύγει από τον μικρό-κοσμό της – από την παθητική στάση της προσμονής και της υπομονής, αυτή που έλιωνε στο κλάμα τόσα χρόνια πνίγοντας μέσα της την ανάγκη για έρωτα και ευτυχία.

Μεγαλωμένη σε μία αυταρχική οικογένεια με τον πατέρα αφέντη να κουμαντάρει τις ζωές όλων- όπως και την δική της, την παντρέψανε με έναν νέο αφέντη και της φορτώσανε μία οικογένεια για να υπηρετεί.

Ούτε εκεί υπήρχε αγάπη- χαρά και δικαίωση, παρά μόνο υποταγή. Μία άψυχη κούκλα που έκαμνε ότι της ζητούσαν χωρίς να διεκδικεί ποτέ έστω και ένα χαμόγελο- μια αγκαλιά – ένα ευχαριστώ που υπάρχεις στην ζωή και την φωτίζεις.
Μόνο μία κρυφή προσμονή – βαθειά μέσα της - για μία διαφορετική, νέα μέρα, για ένα φωτεινό ήλιο πάνω από το κεφάλι της που θα έκαμνε τα λουλούδια του κήπου της να ανθίσουν και τα χρώματα να πλημυρίσουν την αυλή της.
Αλλά ο κήπος της μαράζωνε σαν την αυλή της παπα-Λάμπραινας, η ψυχή της σκοτείνιαζε και το βλέμμα της μαύριζε. Απόλυτη μοναξιά.

Ξάφνου μέσα από την τσέπη του άντρα- αφέντη, έπεσε ένα κομμάτι χαρτί, ένα απόκομμα εφημερίδας, μία αγγελία για ένα νέο Bar στην περιοχή τους. Τι φωτογραφία και αυτή! Χρωματιστά φώτα- νέες γυναίκες τριγύρω και λόγια όλο υποσχέσεις.

Χαμένη μέσα στις σκέψεις και τις απορίες της το μάζεψε από το πάτωμα και το έχωσε μέσα στα στήθια της, εκεί δεν το έβρισκε ποτέ κανείς γιατί κανείς δεν την άγγιζε πλέον. Και το βράδυ που ο αφέντης ως συνήθως άργησε να έρθει, έβαλε τα παπούτσια της και ξεκίνησε για το bar, ήθελε να δει τι είναι αυτό.

Έφτασε εκεί, είδε τις ωραίες γυναίκες, είδε τα χρωματιστά φώτα, είδε τα γέλια και τις αγκαλιές, είδε και τον αφέντη της για πρώτη φορά τον είδε να γελά και να δείχνει ευτυχισμένος,

Στην αρχή ένοιωσε τύψεις που αυτή δεν μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο και γελαστό - ζήλεψε, μετά από λίγο όμως καθώς κοιτούσε ακόμη μέσα από το τζάμι, ένοιωσε έναν τεράστιο θυμό να την πνίγει, βούρκωσε, και έχωσε τα νύχια της μέσα στις παλάμες της για να μην ουρλιάξει αλλά και να μην αρπάξει το πόμολο και ανοίξει την πόρτα.

Σαν υπνωτισμένη γύρισε πίσω στο σπίτι, τα παιδιά στα κρεβάτια τους κοιμότανε, τα ρούχα στο πάτωμα, τα βιβλία σκόρπια εδώ και εκεί, πήγε στο συρτάρι του κομοδίνου όπου είχε τα λεφτά για την νέα παραγγελία που περίμενε ο αφέντης για το μαγαζί του, τα πήρε όλα και έφυγε.

Στο σταθμό μπήκε μέσα στο πρώτο τρένο που βρήκε μπροστά της, άγνωστος ο προορισμός, δεν την ενδιέφερε, να φύγει μόνο ήθελε. Έκατσε σε μία γωνία κοντά στο παράθυρο και έβλεπε τον ουρανό που άλλαζε χρώματα, τα δέντρα και τα αυτοκίνητα, αλλά αυτό που της άρεσε περισσότερο είναι ότι το τρένο της άφηνε πίσω τα σπίτια, τα περνούσε όλα, εκείνα έμεναν πίσω βιδωμένα πάνω στην γης αλλά το τρένο της όχι, αυτό έφευγε και πήγαινε την ψυχούλα της μακριά.

Μέσα στο βαγόνι της μπήκες και εσύ, της φάνηκες γλυκιά, της μίλησες και αυτή σου τα είπε όλα- έπρεπε κάπου να τα πει, έπρεπε επιτέλους να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει- έπρεπε επιτέλους να ακούσει την ίδια της την φωνή που την είχε λησμονήσει τόσα χρόνια.

Είχε πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν ο αφέντης αυτός που την πρόδωσε,
Αυτή η ίδια είχε προδώσει τον εαυτό της- το κορμί της και την ψυχή της όλα αυτά τα χρόνια.
Και τώρα ανήμπορη να βαστάξει την αλήθεια μέχρι το τέλος και να δώσει λύση - προτίμησε την φυγή ....
litmell
litmell

Αριθμός μηνυμάτων : 60
Ηλικία : 114
Τόπος : ΕΔΩ
Κάρμα : 3
Points : 5597
Registration date : 24/01/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από ioystinos Τρι Φεβ 17, 2009 8:24 am

Το βαγόνι...

Το κατάλαβε όταν αποφάσισαν να το παρκάρουν. Πριν ακόμα να βρεθεί στη θέση του, πριν ακόμα να πάει στα αζήτητα. Μια μέρα, μπήκαν μέσα κάτι φωνακλάδες, περίεργοι τύποι. Άγγιζαν τα καθίσματα, χτυπούσαν με σίδερα τα τοιχώματα του και ανοιγόκλειναν τα παράθυρα...
Φέρθηκαν άσχημα. Όταν έφυγαν, ήξερε τί θα γίνονταν...
Στην αποθήκη που το πήγαν είχε κι άλλα βαγόνια, πιο παλιά και άθλια σε εμφάνιση απ΄αυτό. Εκτεθειμένα στον παλιόκαιρο, με ήλιο και βροχή, με καύσωνα και με χιόνια. Το βαγόνι είχε βγει στη σύνταξη.

Σπάνια περνούσε από κει άνθρωπος. Λαχταρούσε ν ακουσει μια ανθρώπινη φωνή. Αλλά δεν του έκαναν τη χάρη. Υπομονετικά περίμενε την ώρα του να πάει για παλιοσίδερα. Αυτό που το παρηγορούσε ήταν τα περασμένα...

Στα τόσα χρόνια που δούλευε, είχε ζήσει πολλά. Κόσμος και ντουνιάς πέρασε και ταξιδεψε μ' αυτό. Άκουσε ιστορίες, είδε να γελούν, να κλαιν, να προβληματίζονται. Μάνες να χαιρετούν τα παιδιά που έφευγαν φαντάροι, γυναίκες να αποχωρίζονται τους άντρες τους που πήγαιναν στα ξενα, φοιτητές που κουβαλούσαν στις αποσκευές το εισιτήριο για μια σχολή σε άλλη πόλη.
Έζησε τις χαρούμενες στιγμές τους των ανθρωπων, την απελπισία τους, τον πόνο τους, την αγωνία για το άγνωστο...
Άκουσε τις ιστορίες τους, τα παθήματά τους, τις αρρώστιες τους, τους καυγάδες τους, τους προβληματισμούς τους...

Σε όλους φέρθηκε σωστά, με κανέναν δεν κάκιωσε ακόμα και όταν μετέφερε ένα δολοφόνο που τον πήγαιναν για δίκη. Για το βαγόνι ήταν όλοι επιβάτες και τους μετέφερε με χαρά και σεβασμό. Ακόμα κι όταν το πλήγωναν με τις αποσκευές κι όταν τραβούσαν απότομα τις κουρτίνες και ανοιγόκλειναν με δύναμη τα παράθυρα...

Και τώρα που πέρασαν όλα αυτά, μόνο κι έρημο χωρίς μια ανθρώπινη φωνή να του διασκεδάσει λίγο τη μοναξιά, περιμένει τη σειρά του...

Μόνη του παρηγοριά, μια γκρίζα γάτα που γέννησε σε μια γωνιά του τα παιδιά της....
ioystinos
ioystinos

Αριθμός μηνυμάτων : 132
Ηλικία : 43
Τόπος : Αθήνα
Κάρμα : 24
Points : 5773
Registration date : 01/12/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από litmell Πεμ Φεβ 19, 2009 5:01 pm

ΜΙΑ ΝΟΤΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ......

Εγινε σεισμός, μεγάλος και τρανός, βγήκαν όλοι έξω απο τα σπίτια τους τρομαγμένοι και φύγανε για τις πλατείες. Τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε.... Ευτυχώς είναι καλός ο καιρός και δεν θα παγώσουν τα παιδιά μας Αριστέα είπε ο Λάμπρος (μεροκαματιάρης οικοδόμος)
Δεν είχαν λεφτά στην άκρη, δεν είχαν χωριό, δεν είχαν ούτε εξοχικό στην Χαλκιδική, ήταν όμως νοικοκυραίοι, ένα σπιτάκι μικρο με αυλή πίσω, σε ένα προάστειο της Θεσσαλονίκης, παλιό μα καθαρό... και η Αριστέα υπόδειγμα τιμουσε την οικογένειά της και την δουλειά της- σκάλες καθάριζε μα το έκαμνε καλά χωρίς φυγοπονιές και μουρμουρητά.
Να μας έχει ο θεός καλά έλεγε πάντα- έτσι να είμαστε μαζί και αγαπημένοι.
Πόσο αλήθεια είχαν τα λόγια της. Ηταν ευτυχισμένοι με τον Λάμπρο και τα δυό της παλληκαράκια( του Δημοτικού ακόμη)
Μείναν στην πλατεία πάνω σε μία κουβέρτα- 1 εβδομάδα- 2 εβδομάδες- 1 μήνα - 2 μήνες... αλοίμονο ο χειμώνας φθάνει και αρχίζει το κρύο, τα σχολεία θα ανοίξουν, τα παιδιά θέλουν και την βολεψή τους για να διαβάσουν, τα χρέη άρχισαν να μαζεύονται γιατί δεν είχε πολλά μεροκάματα ο Λάμπρος- η αγορά ήταν πεσμένη- όλα σταματημένα μέχρι η πολιτεία να πάρει εκείνα τα μέτρα που εξήγγειλε για την "ανακούφιση των σεισμοπαθών".

Ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν, προκηρύχθηκαν εκλογές και φυσικά η κυβέρνηση δεν ήθελε να έχει αστέγους στις πλατείες... μάζεψε τα αντίσκηνα απο τις πλατείες και μοίρασε στις αλάνες (λίγο πιο έξω απο τα προάστεια) παλιά βαγόνια τρένων για να τα χρησιμοποιήσουν "προσωρινά" σαν σπίτια.

Τι χαρά, η Αριστέα μόλις είδε το βαγόνι που τους δώσανε το θεώρησε σαν ένα νέο σπιτικό. Δεν την ένοιαξε καθόλου που ήταν παλιό και βρώμικο. Δεν φοβότανε την δουλειά και μισούσε την βρωμιά. Σήκωσε τα μανίκια και μαζί με τον Λάμπρο και τα δυο τους παλληκάρια βάλθηκαν να το κάνουν ένα παλατάκι.
Πιάναν και τα χέρια του Λάμπρου- το καθάρισε από την σκουριά, το έβαψε, μέχρι και χωρίσματα έβαλε μέσα να το κάνει ένα κανονικό σπιτάκι.

Κάθε λεπτό που περνούσε, χαμογελούσε όλο και περισσότερο το βαγόνι. Είχε πάρε τα πάνω του- ξαναζούσε στιγμές δόξας- μπορεί να μην ήταν στους δρομους πια- μπορεί να μην περνούσε πεδιάδες και βουνά, μπορεί να μην έβλεπε ποτάμια και αμυγδαλιές ανθισμένες, αλλά ένοιωθε καθαρό και προπάντων χρήσιμο!!! Η ζωή δεν είχε τελειώσει. Η ζωή του μόλις άρχισε, ήταν χρήσιμο και το αγαπούσανε.
Και αυτό συνεργαζότανε- δεν παραπονιότανε τριζοντας να μην τους δημιουργεί προβλήματα και έννιες.
Του αρκουσε που τους άκουγε ευχαριστημένους, άκουγε τα παιδιά που κάναν όνειρα για την Κυριακή που θα παίζανε στην αλάνα ποδόσφαιρο- άκουγε τα όνειρά τους τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν,
άκουγε την Αριστέα να γουργουρίζει ευχαριστημένη όταν ερχοταν ο Λάμπρος και έφερνε μια σοκολάτα στα παιδιά και της έδινε ένα φιλί.
Ναι δεν ήταν άρχηστο το βαγόνι,
ήταν η σανίδα σωτηρίας για την οικογένεια του Λάμπρου
ήταν το ζεστό σπιτικό τους και η ασφάλειά τους.
litmell
litmell

Αριθμός μηνυμάτων : 60
Ηλικία : 114
Τόπος : ΕΔΩ
Κάρμα : 3
Points : 5597
Registration date : 24/01/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από petra_ Παρ Φεβ 20, 2009 9:33 am

Το μπουφάν...

Τα χρόνια πέρασαν…Με τον καιρό μετακόμισαν στο σπίτι τους. Δυο καμαρούλες όλο κι όλο, ίσα που χωρούσαν. Το δάνειο για τόσο έφτασε, έβαλε και το χεράκι του ο Λάμπρος και τα κατάφεραν. Έβλεπε η Αριστέα τα παλικάρια της να μεγαλώνουν και τα χαίρονταν.
Πάνω που μπορούσε, πια, να πει πως όλα θα πήγαιναν καλά, έφυγε ο Λάμπρος. Μια αναθεματισμένη σκαλωσιά που δεν είχε στηθεί καλά, η κακιά η ώρα, η κούραση του Λάμπρου και έμεινε χήρα η Αριστέα. Ευτυχώς, ένας ψευτοδικηγοράκος κατάφερε και της έβγαλε μια σύνταξη, γιατί ποτέ της δεν είχε δουλέψει με ένσημα.
Ο μεγάλος, ο Φώτης, τα έπαιρνε τα γράμματα. Μετρημένο παιδί, μυαλωμένο…Πήγε σε μια σχολή του ΟΑΕΔ και έγινε μηχανικός αυτοκινήτων, βρήκε και μια δουλίτσα και έκανε κουράγιο να μάθει καλά τη δουλειά για να φτιάξει δικό του μαγαζί. Ο άλλος, ο Γρηγόρης, από μικρός ήταν ανήσυχος. Ευαίσθητο παιδί, έξυπνο αλλά και προβληματισμένο…
Έμπλεξε από μικρός με κάτι παράξενους τύπους, πιο μεγάλους απ΄ αυτόν. Η Αριστέα δεν τους έβλεπε με καλό μάτι, δεν της έρχονταν καλά όλα αυτά τα σούρτα φ’ερτα που γίνονταν. Το έλεγε στο Λάμπρο, εκείνος δεν ανησυχούσε, "άστον να μάθει, ξέρει το παιδί, μην ανησυχείς". Κι η Αριστέα, με το ένστικτο της μάνας, όλο και παρακολουθούσε…
Δυστυχώς, βγήκαν αληθινοί οι φόβοι της. Ο Γρηγόρης βρέθηκε στη φυλακή για μικροκλοπές. Του στάθηκε και απέσπασε την υπόσχεση πως θα έπαιρνε τον ίσιο δρόμο…Δεν άργησε να ξαναμπεί. Για ναρκωτικά αυτή τη φορά. Άρχισαν οι καυγάδες ανάμεσα στα δυο αδέρφια. Ο Φώτης προσπαθούσε να βοηθήσει, είπε στην Αριστέα να μην του ξαναδώσει λεφτά, έκανε τα πάντα για να τον τραβήξει μακριά. Πάνω που έλεγε πως τα κατάφερε, άντε πάλι απ΄ την αρχή.
Η Αριστέα τον λυπόταν, του έδινε κρυφά αλλά για πόσο ακόμα? Έφτασε να ψάχνει και να παίρνει κρυφά ό, τι έβρισκε, να το πουλάει για ν΄ αγοράσει τη δόση του. Ούτε η βέρα της είχε γλιτώσει… Στο σπίτι έρχονταν, πια, μόνο για να πάρει λεφτά…
Μια μέρα είπε στην τηλεόραση για αναδρομικά χρήματα που θα έδιναν στους συνταξιούχους οικοδόμους. Την άλλη μέρα τα είχε στα χέρια της η Αριστέα. Τα μέτρησε και υπολόγισε πού θα τα έδινε για να ξοφλήσει και τις δόσεις του σπιτιού, είχε έρθει και χαρτί για κατάσχεση…Το έμαθε, όμως κι ο Γρηγόρης. Την ίδια ώρα έφτασε και τα ζήτησε.
Αλλά η Αριστέα το είχε πάρει απόφαση. Νόμιζε πως, αν δεν είχε ν΄αγορασει θα του περνούσε…Μάλωσαν και την έσπρωξε στον τοίχο. Τον φοβήθηκε, το μάτι του γυάλιζε, το πρόσωπό του ήταν άγριο, κατάλαβε πως ήταν αποφασισμένος για πολλά…Έφυγε…
Το βράδυ, όμως, ξαναγύρισε με δυο φίλους. Μπήκαν στο σπίτι με κουκούλες και μαχαίρια και απείλησαν την Αριστέα. Την έδεσαν σε μια καρέκλα και άρχισαν να ψάχνουν, αναστάτωσαν όλο το σπίτι. Η Αριστέα κατάλαβε αλλά δε μιλούσε, ούτε τους έλεγε που τα είχε κρυμμένα. Μόνο, κοίταζε απ΄ το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε και έσφιγγε τα χείλια…
Δεν τα βρήκαν, ο ένας τη χτύπησε για να μαρτυρήσει, ο άλλος έδωσε μια κλωτσιά στην καρέκλα και την έριξε κάτω.
_ Πάμε να φύγουμε, ο Γρηγόρης δεν έκανε τον κόπο ούτε τη φωνή του ν΄αλλάξει…
Δυσαρεστημένοι οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Τους έβλεπε η Αριστέα, όσο μπορούσε από και που είχε πέσει μαζί με την καρέκλα, έβλεπε και το χιόνι που έπεφτε…
_ Το μπουφάν σου…
_ Τι είπες?
_ Το μπουφάν σου, αγόρι μου, να το φορέσεις, χιονίζει έξω, θα παγώσεις…

Την άλλη μέρα τον βρήκαν σ’ ένα γιαπί κοντά στο σπίτι τους. Τα μάτια ορθάνοιχτα, κοκαλωμένος απ΄ το κρύο. Θάνατος από υπερβολική χρήση ναρκωτικών, βοήθησε και η παγωνιά και η υπόθεση έκλεισε.
Αλλά κανένας δεν αναρωτήθηκε γιατί κρατούσε σφιχταγκαλιασμένο το χοντρό μπουφάν που αν το φορούσε, ίσως και να είχε σωθεί…
petra_
petra_
ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Αριθμός μηνυμάτων : 1851
Ηλικία : 36
Τόπος : νταμαρι...
Κάρμα : 562
Points : 7604
Registration date : 02/10/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από litmell Σαβ Φεβ 21, 2009 4:13 pm

ΕΝΑ ΑΕΡΑΚΙ ΑΙΣΟΔΟΞΙΑΣ

Μέσα στην απελπισία της η Αριστέα, άρχισε να τρέχει σαν τρελή στους δρόμους, περπάτησε στενά- διέσχισε πλατείες - πέρασε απο πάρκα που έπαιζαν παιδιά - πέρασε μπροστά απο ωραίες βιτρίνες, τίποτα όμως δεν έβλεπε, η σκέψη της κολημένη στον Γρηγόρη- το παλληκάρι της με τα στεγνά και μάτια και το θολό βλέμμα. Ετσι μόνο τον θυμότανε και αυτό της έφερνε ακόμη μεγαλύτερη απελπισία. Μάταια προσπαθούσε να τον θυμηθεί να γελάει και να είναι χαλαρός. Μία ανησυχία στην ματιά του και μία νευρικότητα στα χέρα του. " Θεέ μου " μονολόγησε " τι έκανα λάθος?", " γιατί με τιμωρείς", βούρκωσε και ζαλίστηκε, έπεσε μπροστά σε ένα αυτοκίνητο- δεν θυμάται τίποτα- μόνο μία κοπέλα να την ρωτάει αν είναι καλά. Ολα γίναν τόσο γρήγορα, πολλά φώτα, κάποιος την πονούσε πιέζοντας στην κοιλιά- κάποιος της μιλούσε και την ρωτούσε ποιά είναι μα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, την επόμενη μέρα μόνο είδε τον άλλο της τον γυιό τον Φώτη να μπαίνει στο δωμάτιο του νοσοκομείου.

Την έψαχνε όλη νύχτα, πήγε στην αστυνομία και εκει του είπαν για μια "γιαγιά" έτσι την αποκάλεσε ο αστυνομικός έπεσε στον δρόμο μπροστά σε ένα αυτοκίνητο, αλλά ήταν μισότρελλη και δεν μιλούσε...

Πήγε και την είδε, ήταν η μάνα του η Αριστέα και δίπλα της μία κοπέλα με μαύρα μακρυά μαλλιά της κρατούσε το χέρι. Εμαθε τι έγινε απο την κοπέλα την Σοφία, την ευχαρίστησε για ότι έκανε- αλλά αυτή δεν έφευγε.

Η Σοφία ορφανή από μάνα απο τα τρία της, μεγαλωμένη με την θεία στην επαρχία και έναν μπαμπά που όλο δούλευε και σπάνια ήταν κοντά της αλλά και αυτόν πριν μερικούς μήνες τον έχασε απο την κακιά αρρώστεια .... κοίταζε ετην "γιαγιά' Αριστέα και πάγωνε στην σκέψη να αφήσει έναν άνθρωπο να πεθάνει στα χέρια της

Πέρασε πανω απο βδομάδα μέσα στο νοσοκομείο η Αριστέα στο κρεβάτι αμίλητη, βλέποντας απέναντί της τον Φώτη και την Σοφία να μιλάνε και να λένε ο ένας στον άλλο την ιστορία της ζωής τους - τους έβλεπε να αγγίζονται και να χαμογελουν- τους είδε μάλιστα και ένα βράδυ να φιλιουνται.

Την πήραν απο το νοσοκομείο, την πήγανε στο σπίτι του Φώτη και εκει κάθε απόγευμα ερχότανε η Σοφία να την δει, της μιλούσε, της έφερνε γλυκάκι, της χτένιζε τα μαλλιά και την καθάριζε. Η Αριστέα τα έβλεπε- τα ένοιωθε όλα αυτά αλλά δεν μίλαγε- η γλώσσα της πάγωσε- το μυαλό της πάγωσε και το βλέμμα της επισης. Ολα τα έβλεπε αλλά δεν υπήρχαν συναισθήματα, μια απέραντη παγωνιά μέσα στην καρδιά της.

Ο Φώτης και η Σοφία της είπαν ότι θα παντρευτούν, μαρμαρωμένη και αμίλητη πήγε και στη εκκλησία, ένα σώμα ακίνητο χωρίς ψυχή ήταν η Αριστέα, μέσα στο σπιτικό τους ζούσε ή μάλλον ανέπνεε αλλά δεν συμμετείχε... Η νύφη της στην στάθηκε πολύ, πέρα απο την βοήθεια δεν έπαυε στιγμή να της μιλά- σαν να καταλάβαινε της έλεγε τι κάνανε την μέρα τους στην δουλειά, τι σχεδιάζουν να κάνουν το καλοκαίρι και έφθασε να της λένε πως θα βάψουν το δωμάτιο για τα παιδί!!! Εγκυος η Σοφία, την Ανοιξη θα γεννούσε, όνειρα κάθε βράδυ μέσα στην σάλα η Σοφία για το αγοράκι που θα γεννούσε, τα έλεγε δυνατά και η Αριστέα άκουγε μα πάλι δεν μιλούσε...

Εφθασε η ώρα, Απρίλης μήνας με μια γλυκιά ζέστα μεσημεριανή είχε ξαπλώσει να ξεκουραστει η Σοφία αλλά έννοιωθε λίγο περίεργα. Λίγο βαριά- λίγο κουρασμένη, οι ξαφνικές ζέστες θα φταίνε σκέφθηκε...
Μα εκεί μεσα στα σεντόνια ένοιωσε έναν μεγάλο πόνο και κάτι υγρά μέσα στα σκέλια της.... Προσπάθησε να σηκωθεί να πάρει τηλέφωνο τον Φώτη αλλά ήταν αδύνατον από τον πόνο κάθε κίνηση την έλοιωνε... τρομοκρατήθηκε.
Φώναξε δυνατά την Αριστέα " Μάνα πάρε τηλέφωνο τον Φώτη..."
Καμία απόκριση απο την Αριστέα, " Μάνα βοήθεια χάνομαι..."
Καμία απόκριση απο την Αριστέα, " Μάνα γεννάω .... το παιδί......"
Εχασε τις αισθήσεις της.....
κάτι κρύο στο πρόσωπό της- κάποιος την πασπατεύει- κάποιος την ζουλάει στην κοιλιά, ανοίγει τα μάτια και βλεπει μπροστά της την Αριστέα να της λέει με αποφασιστικό ύφος και βραχνή φωνή " σπρώξε παιδί μου- τώρα δυνατά "

και σπρώχνει και ξεφυσάει, και σπρώχνει και βγάζει έξω στην ζωή ένα ζεστό κοκκινωπό πλασματάκι, η Αριστέα με βραχνή φωνή της λέει "τώρα" και δίπλα της η γειτόνισα η Μαίρη με ένα σεντόνι στα χέρια δεν καταλαβαίνει πολλά η Σοφία, είναι μπερδεμένη τόσο που νομίζει ότι βλέπει όνειρο και προσπαθεί να αγγίξει την κοιλιά της, πόρτες ανοίγουν- θόρυβος πολύς, βλέπει τον Φώτη, βλέπει και έναν άλλο με άσπρη ποδιά .....

Κοιμήθηκε πολλές ώρες και όταν ξύπνησε στο δωμάτιο της κλινικής βλέπει γαλάζια μπαλόνια τριγύρω, τον Φώτη να μιλάει στο κινητό και να χαμογελά και την Αριστέα να της κρατά το χέρι.
Με βραχνή φωνή η Αριστέα της λέει " μπράβο καμάρι μου!! "

Ειναι Απρίλης, είναι Ανοιξη, έχει μια γλυκιά ζέστα έξω
και μέσα στην καρδιά τους έχει μια απέραντη γλύκα, ένα ανθρωπάκι γεννήθηκε- μικρούλι και με πεισματάρικα χειλάκια.
Ενα πλασματάκι που άνοιξε την καρδιά και άγγιξε την ψυχή της Αριστέας.
' Μπράβο καμάρι μου!!! " λέει ξανά η Αριστέα και σκύβει να φιλήσει την Σοφία.
litmell
litmell

Αριθμός μηνυμάτων : 60
Ηλικία : 114
Τόπος : ΕΔΩ
Κάρμα : 3
Points : 5597
Registration date : 24/01/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από petra_ Τρι Ιουλ 07, 2009 5:22 pm

Το χαρτί...

Άνω κάτω έκανε η Βαγγελιώ τα πράγματα της για να βρει το χαρτί με το τηλέφωνο που είχε σημειώσει…Και που δεν έψαξε…Τίποτα, άφαντο το χαρτί. Αυτή η κακιά συνήθεια να ξεχνάει που έβαζε το κάθε τι! Και να πεις ότι είχε πολλά έπιπλα και πράγματα? Μια καμαρούλα όλο κι όλο με δυο κρεβάτια, ένα τραπέζι κα μια βιβλιοθήκη. Αυτό ήταν, μαζί με τον αδερφό της φυσικά…Μεγάλη πολυτέλεια να έχουν από ένα δωμάτιο…
Έκανε, τι έκανε και το μυαλό της στο χαρτί…Ένα φύλλο τετραδίου που είχε κόψει και είχε γράψει το τηλέφωνο. Δεν ήξερε άλλα γι αυτόν. Γύριζε απ’ το σχολειό και σταμάτησε να πάρει σουβλάκια. Οι γονείς της έλειπαν κα ήταν υπεύθυνη για το φαγητό το δικό της και του μικρού. Στα δεκαεπτά η Βαγγελιώ, στα δεκατέσσερα ο Νικόλας.

Ο κυρ - Μιχάλης, όπως πάντα, είχε πιαστεί στην κουβέντα και άργησε στο ψήσιμο.
- Αν περιμένεις λίγο, τώρα θα τα πετάξω στη σχάρα. Να και το παιδί από δω, σουβλάκια περιμένει…
Το παιδί από δω ήταν ένα ψηλό αδύνατο παλικάρι με μαύρα, σαν κάρβουνο μάτια. Αχνά της χαμογέλασε, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του κυρ - Μιχάλη. Έπιασαν κουβέντα και η ντροπαλή Βαγγελιώ του μίλησε σαν να ήταν χρόνια γνωστοί. Περαστικός, είχε έρθει επίσκεψη σε φίλους, στα είκοσι περίπου…Θεσσαλονίκη έμενε για σπουδές αλλά ήταν από Πάτρα, Κώστας… Της άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, το βλέμμα του, που χαμήλωνε όταν τον κοίταζε κατάματα, το ζεστό χαμόγελο…
- Έτοιμα τα σουβλάκια…
Θυμάται, είχαν κοιταχτεί σαν να έλεγαν κιόλας? Τα τυλιγσμένα σουβλάκια πληρώθηκαν και πήραν το δρόμο τους.
- Βαγγελιώ, αν σου δώσω το τηλέφωνο μου θα με πάρεις?
- Ναι… Άνοιξε να τετράδιο και το έγραψε. Αυτό ήταν. Χωρίς όνομα, από φόβο μήπως το δουν οι δικοί της. Στο σπίτι, έκοψε το φύλλο, το δίπλωσε και το έβαλε κάπου αλλά πού?

Πέρασαν τα χρόνια, σπούδασε η Βαγγελιώ, σπούδασαν και τα παιδιά της. Έφτιαξε μια ευτυχισμένη οικογένεια κι όλα με το γέλιο, με την ηρεμία, χωρίς προβλήματα και συνταρακτικά γεγονότα… Ο Κώστας ερχόταν στο μυαλό της σαν επισκέπτης, σαν ανάμνηση, σαν να μην υπήρξε ποτέ….Ποτέ? Όχι, τον θυμόταν, όχι γιατί την έδενε κάτι μαζί του, αλλά πιο πολύ γιατί ήθελε να ξέρει τι θα γινόταν αν του είχε τηλεφωνήσει, αν είχαν συναντηθεί, αν, αν…
Ίσως και να ήταν μαζί τώρα ή, πάλι, να βρισκόταν μια φορά και μετά τίποτα…Αυτό ήθελε να ξέρει, αυτό ήταν που τη βασάνιζε…

Πήγαινε συχνά στο πατρικό της, είχαν αλλάξει πολλά, οι γονείς της είχαν φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Νωρίς πήρε τη σύνταξη, όχι πως ήθελε αλλά έπρεπε να βοηθήσει με τα εγγόνια, να μη μεγαλώσουν σε παιδικούς σταθμούς.
Μονή της σαν ήταν, έφερνε στο νου της τη συνάντηση με τον Κώστα και ξανάβλεπε τον κυρ – Μιχάλη να τυλίγει τα σουβλάκια. Και τότε κολλούσε στο χαρτί…
Χήρα, πια, αποφάσισε να μετακομίσει στο πατρικό της…Πιο μικρό το σπίτι, πιο λίγες οι δουλειές ήταν κοντά και το νέο σπίτι της κόρης της. Έπιαναν τα χεριά της κι είπε να συμμαζέψει λίγο την παλιά της βιβλιοθήκη, να τη βάψει, να της δώσει νέα ζωή…Έβγαλε τα βιβλία, λογοτεχνικά τα πιο πολλά και κατέβασε τα ράφια. Στο τρίτο σταμάτησε, αυτό που τη δυσκόλευε γιατί κουνιόταν, τώρα ήταν σταθερό και δεν έβγαινε εύκολα.

Τραβώντας το, έπεσε ένα χιλιοδιπλωμένο, κιτρινισμένο χαρτί και στο μυαλό της ξαναπαίχτηκε μια σκηνή. Ο Νικόλας να της λέει με καμάρι αρχιξυλουργού : "έφτιαξα το ράφι που κουνιόταν, το σφήνωσα και τώρα δεν κουνιέται πια"…
Πήρε το χαρτί στα χεριά της, ποτέ της δεν αναρωτήθηκε πως και με τι το σφήνωσε ο Νικόλας…Χαμογέλασε πικρά, το άνοιξε και χάιδεψε τον αριθμό που ίσα που φαίνονταν…
Ο Κώστας, με τα σουβλάκια στο χέρι, ξεμάκραινε, γύρισε, την κοίταξε και χαμογέλασε. Του κούνησε το χέρι, η εικόνα θάμπωσε απ΄ τα δάκρυα….τόσο πολύ, που δεν είδε που σκόρπισαν τα κομμάτια του χαρτιού, που πέταξε απ΄ το μπαλκόνι της…

Ύστερα, έψαξε το τηλεκοντρόλ και βολεύτηκε στον καναπέ….
petra_
petra_
ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Αριθμός μηνυμάτων : 1851
Ηλικία : 36
Τόπος : νταμαρι...
Κάρμα : 562
Points : 7604
Registration date : 02/10/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από petra_ Παρ Αυγ 28, 2009 12:46 pm

To πλάσμα...

Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του…μια μέρα, θα έκανε το ακατόρθωτο, θα έβγαινε απ’ το καθημερινό του πρόγραμμα και θα πετούσε…τον τρόπο έψαχνε μόνο, μα κι αυτόν, όχι επίμονα…
Έβλεπε τα όνειρα του να χαροπαλεύουν και να απομακρύνονται, να διαλύονται σαν ένα σύννεφο καπνού στη νηνεμία και όλο και βούλιαζε σ’ ένα συμβατικό χαμόγελο…
Έψαχνε διέξοδο τυχαία, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα…
Τυχαία ανακάλυψε και την είσοδο του παράλληλου κόσμου. Τυχαία πέρασε την πρώτη φορά και, για πρώτη φορά, ένιωσε τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει…να κινήσει τα νήματα, να ταράξει την ισορροπία, να ζωντανέψει σ άλλους κόσμους…

Διάλεξε, τυχαία, πάλι μια γωνία κι εγκαταστάθηκε. Το πέρασμα ήταν εύκολο, είχε συνηθίσει στις εναλλαγές. Μαζί του πήρε μόνο ένα όνομα για να του επιτρέπεται να κυκλοφορεί ανάμεσα στα πλάσματα που συνάντησε. Το μοναδικό πρόβλημα, η συνάντηση με το πλάσμα του εαυτού του που υπολόγιζε πως θα ήταν αδύνατη αφού θα το είχε ξεγελάσει με ένα τέχνασμα… ένα τέχνασμα σιωπής…

Έγινε δεκτός μ’ ενθουσιασμό στις τάξεις των πλασμάτων, τον αγάπησαν, του άνοιξαν την καρδιά τους, τον αγάπησαν με το δικό τους τρόπο. Κανένα τους δεν κατάλαβε πως ήταν μια παράλληλη σκιά που τρέφονταν απ το φως που έβγαινε απ’ τα μάτια τους…Είχε μάθει να περνά εύκολα απ’ τον ένα κόσμο στον άλλο τόσο, που άρχισε να φοβάται και να τρέμει στη σκέψη ότι μια μέρα, αναπόφευκτα, το πέρασμα θα έκλεινε και θα τον κρατούσε, υποχρεωτικά, ο ένας απ’ τους δύο κόσμους…

Οι ρόδινες μέρες πέρασαν γρήγορα. Το κατάλαβε όταν είδε τη σκιά του ν αλλάζει στο φως των ματιών ενός πλάσματος που στροβιλίζονταν χαμογελαστό κι έδειχνε τη χαρά του για την παρουσία του μ’ έναν τρόπο απλό, μοναδικό και υπέροχο. Ξέχασε τον κόσμο του, ξέχασε το πέρασμα κι άρχισε να ζει μόνο γι αυτό. Προσπάθησε, του κάκου, να γίνει πλάσμα κι αυτός, κατέφυγε σε τεχνάσματα που θα κάλυπταν την προέλευση του και θα τον εξομοίωναν με τα πλάσματα που συναντούσε…

Δοκίμασε να βρει τον εαυτό του και να του ζητήσει ν’ αλλάξουν θέσεις μα ήξερε πως αυτό θα δημιουργούσε κενά στο αέναο συνεχές με απρόβλεπτες συνέπειες…Δεν κατάφερε να τον βρει αφού ο εαυτός του είχε χαθεί σ’ ένα παιχνίδι με τη φωτιά που ο ίδιος είχε ανάψει. Μόνη διέξοδος να περάσει με το πλάσμα στο δικό του κόσμο, κάτι που δεν τολμούσε να ζητήσει από φόβο μήπως το τρομοκρατήσει και χαθεί…

Τα περιθώρια στένευαν και πήρε την απόφαση να ρισκάρει, ξεγέλασε το πλάσμα που τον ακολούθησε, προσποιούμενος πως , τάχα, ήθελε να του δείξει κάτι που ανακάλυψε και το παρέσυρε μέχρι το πέρασμα. Μα είδε στα μάτια του δάκρυα, είδε το φως τους να τρεμοπαίζει και να αλλάζει χρώματα και μια βουβή απελπισία να απλώνεται στο πρόσωπό του… ‘Ένα δάκρυ έπεσε στο χώμα, άλλο ένα στο χέρι της κι άναψε μια γαλάζια φωτιά χωρίς καπνό… Είδε τον πόνο που προκάλεσε και μετάνιωσε… Το σημάδι στο χέρι του πλάσματος μεγάλωνε, δεν τόλμησε καν να το παρηγορήσει…

Ήταν το τελευταίο του πέρασμα, αν έμενε θα ήταν ευτυχισμένος, αν όχι θα είχε πετύχει το ακατόρθωτο…

Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο δικό του κόσμο, ίσως να τον έσπρωξε το πλάσμα. Μόνος με μια και μόνη ικανοποίηση, ότι δεν είχε όνειρα να χαροπαλεύουν, δεν είχε, καν, όνειρα…Οι ανθρώπινες μορφές του ήταν αδιάφορες καθώς περνούσαν δίπλα του, βιαστικές. Ούτε έστρεφε το βλέμμα να τις κοιτάξει, ούτε ακόμα κι όταν άκουσε μια φωνή που σχεδόν μέσα στ’ αυτί του έκανε παράπονα για την κακή ποιότητα της μπαταρίας ενός φακού…

- Μα δεν θα με βοηθήσετε? Γυρίζοντας προς το μέρος της φωνής, αντίκρισε δυο χέρια να πιέζονται μεταξύ τους…
- Η μπαταρία μου έκαψε το χέρι και…
Το σημάδι στο χέρι της μεγάλωνε, το υγρό της μπαταρίας ήταν καυστικό…
- Ήθελα να τη βάλω στο φακό και….
- Πρέπει να σας δει γιατρός, το νοσοκομείο είναι εδώ κοντά, μουρμούρισε αλλά σκόνταψε στα μάτια της…

Έβγαζαν ένα έντονο φως που έκανε τη σκιά του να χορεύει τρελά στον απέναντι τοίχο…


( Για έναν φίλο... ) Very Happy
petra_
petra_
ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Αριθμός μηνυμάτων : 1851
Ηλικία : 36
Τόπος : νταμαρι...
Κάρμα : 562
Points : 7604
Registration date : 02/10/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες... Empty Απ: Λογο-τεχνικές α(πονενοημένες)πόπειρες...

Δημοσίευση από ntek Κυρ Σεπ 20, 2009 3:13 am

Γεννήθηκε ξανά...

Στην αρχή έκλεινα τα μάτια κι έτρεχα στο μέσα δωμάτιο. Κουκουλωνόμουν με την κουβέρτα και έπνιγα το πρόσωπό μου με το μαξιλάρι για να μην ακούω τις φωνές της. Δεν τα κατάφερα. οι κραυγές τις μάνας μου διατρυπούσαν τους τοίχους κι έφταναν στα αυτιά μου. Μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον. Ερχόταν μεθυσμένος, σέρνοντας τα πόδια, άνοιγε την πόρτα και άρχισε να βρίζει. Εκείνη, μου έλεγε "πήγαινε μέσα", εγω όμως στην αρχή έμενα κι όταν την πλησίαζε με τα μάτια κόκκινα, εκεί δεν μπορούσα. Φοβόμουν κι έτρεχα στο δωμάτιό μου. Αργότερα, έφευγα αμέσως. Χρόνια αυτό, με πιάνεις;

Η πρώτη και η τελευταία που έμεινα, στα δεκατρία. Στάθηκα μπροστά του και του είπα: "Αν την ξαναχτυπήσεις, θα σε σκοτώσω". Μου έριξε μία ανάστροφη, τόσο δυνατή που έφτασα στον απέναντι τοίχο. Ύστερα, έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη χτυπάει. Δεν ξέρω πώς έγινε, δε θυμάμαι, όλα κοκκίνισαν. Φαίνεται πως πήρα ένα μαχαίρι από την κουζίνα και του το κάρφωσα στα πλευρά. Έξι μήνες έμεινε στο νοσοκομείο.

Εμένα κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, πέσανε πάνω μου. Μου έλεγαν πράγματα που δεν καταλάβαινα, εγώ που το μόνο που ήθελα ήταν να μην ξαναζήσω έτσι. Καταλαβαίνεις;

Φύγαμε, μείναμε με την μάνα μου αλλού. Εκείνος, όταν συνήθλε τη διεκδίκησε, αυτή αντιστάθηκε. Μια μέρα την περίμενε έξω από τη δουλειά και τη σακάτεψε στο ξύλο μέρα μεσημέρι. Έφαγε πέντε χρόνια κι η μάνα μου τελειώσε. Όχι η ζωή της, η ψυχή της. Την κλείσανε σε ψυχιατρικό.

Πήγα να μείνω σε ένα θείο μου. Μπάτσος αυτός, καθίκι. Τρεις μήνες άντεξα. Άρχισα να δουλεύω τότε σε ένα ξυλουργείο, ο ιδιοκτήτης καλός άνθρωπος, με είχε σαν παιδί του. Ζούσα καλά εκεί, αλλά κάπου στα δεκαπέντε άρχισε η παράλληλη ζωή μου. Έμπλεξα με κάτι παρέες από άλλες συνοικίες. Που λες, πήγαιναν γήπεδο αυτοί και τα κάνανε γης μαδιάμ. Κόλλησα. Έσπασα και μερικά τζάμια, μου άρεσε. Ομάδα δεν ήμουνα, ούτε που μου άρεσε και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο. Ένιωθα όμως αλλιώτικος, αντράκι. Κι όπως ήταν φυσικό, μία-δύο, φανατίστηκα και με το σύλλογο. Τα παιδιά τα ένιωθα, τα λέγαμε, είχανε ιστορίες κάπως σαν την δική μου. Δεν τις συζητούσαμε έτσι ανοιχτά μεταξύ μας, ντρεπόμασταν να πούμε τα μέσα μας, μόνο τα γεγονότα λέγαμε σαν να ήταν παράσημα. "Εμένα η μάνα μου ξενοπηδιότανε, την έπιασε ένα βράδυ και τη σκότωσε". "Εμένα ήθελε να με βγάλει στην πιάτσα και την χαράκωσα", άγριες ιστορίες, μισά ψέματα, μισά αλήθεια.

Είχα κι ένα μηχανάκι και πήγαινα στα ραντεβού. Ξέρεις, εκείνα που χτυπιόμασταν με τους άλλους. Ίδιοι με μας ήτανε αλλά έπρεπε να βρούμε έναν εχθρό. Να διώξουμε από μέσα το σκουλήκι.

Κάποτε ματωκυλιόμασταν με έναν από τους άλλους, που τον ήξερα μάλιστα κι όταν τελικά είχαμε μείνει σχεδόν αναίσθητοι, πεσμένοι χάμω στην άσφαλτο, γυρνάει και μου ψιθυρίζει. "Ρε μαλάκα, γιατί; Αν ήμασταν αλλού θα κάναμε παρέα". Το είδα στα μάτια του πως σαν κι εμένα ήτανε. Σπασμένη μύτη εγώ, πλευρό εκείνος. Άστα. Τρία χρόνια κράτησε.

Όμως ήταν τρόπος ζωής. Αν και άργησε πολύ, κάποια στιγμή το έπιασε το αφεντικό μου τι έπαιζε με μένα και μου είπε άλλη μία φορά και σε έδιωξα. Τα έκοψα τα γήπεδα για τρεις μήνες κι ούτε αθλητική δεν έπαιρνα. Μια μέρα όμως έπεσε το τηλέφωνο. Είπα όχι. Με ειρωνεύτικαν. "Φλώρεψες, ρε μαλάκα;". Ξανακύλησα. Το αφεντικό με έδιωξε, μπήκα άνεργία. Μέχρι που τον γνώρισα.

Ο Μάρκος ήταν καμιά σαρανταπενταριά. Βρεθήκαμε τυχαία σε ένα μπαρ. Τα είχα πιει λίγο και του έλεγα για την ζωή μου, άμα πίνω, ξέρεις, δεν κρατιέμαι. Άκουγε χωρίς να κρίνει κι αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μετά πιάσαμε άλλα θέματα. Ολυμπιακός τρελός ο τύπος. Μιλήσαμε για την ομάδα κι όταν κατάλαβε πώς την είχα την δουλειά, με κοίταξε έντονα και μου είπε:
"Τί είναι για σένα το ποδόσφαιρο;"
"Τί είναι;", απάντησα, "ένα παιχνίδι για άντρες".
"Έλα αύριο σπίτι να σου εξηγήσω", είπε. Την επόμενη μέρα, Σάββατο ήταν, ήμουν απ 'εξω από το διαμέρισμά του. Η ταμπέλα έγραφε "Μάρκος Χρηστίδης, κοινωνικός λειτουργός". Δίστασα να χτυπήσω. Καταλαβαίνεις, φοβήθηκα μήπως ο τύπος με κάλεσε να μου κάνει διάλεξη. Δεν τα γούσταρα αυτά. Αρκετά είχα ακούσει για το καλό της ψυχής μου. Με τα πολλά πάτησα το κουδούνι. Καθίσαμε παρέα όλη μέρα. Μου είπε όλη του τη ζωή, το πως αγάπησε το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό, πώς έτρεχε με τους συνδέσμους σε όποιο ματς έπαιζε η ομάδα στο εξωτερικό, την εμπειρία του την τραγική μέρα της Θύρας 7 που ήταν στο γήπεδο. Πως κάποτε, πιτσιρικάς, πλακωνότανε κι εκείνος. Όμως κουβέντα για μένα, ούτε κήρυγμα ούτε τίποτα. Ύστερα μου έδειξε μερικά ντιβιντί με παλιά ματς, είχε φιτάξει αρχείο με τα καλύτερα γκολ που είχε βάλει η ομάδα.

Κάποια στιγμή ήρθε ο γιος του, ένα φοβερό δωδεκάχρονο διαβολάκι που φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Μόλις είχε τελειώσει ένα παιχνίδι με τους φίλους του στο διπλανό πάρκο, είχε χωριστεί σε Ολυμπιακούς και Παναθηναικούς. "Κερδίσαμε 7-6 και μετά μας κέρασαν τις πίτσες", είπε με καμάρι ο μικρός. Το βράδυ μας έφτιαξε φαγητό η γυναίκα του, μια όμορφη γυμνάστρια, που δούλευε στο τμήμα στίβου της ομάδας.

Φεύγοντας ένιωσα πως κάτι μου είχε κάνει όλη αυτή η ατμόσφαιρα. Ένα αίσθημα που δεν το ήξερα, πώς να το πω, ηρεμία να το πω, ζεστασιά, δεν ξέρω. Την Κυριακή πάντως δεν πήγα στο προγραμματισμένο ραντεβού.

Οι επαφές μου με το Μάρκο συνεχίστηκαν. Δεν μιλάγαμε πια μόνο για το ποδόσφαιρο. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε παρέα σινεμά σε κάτι ταινίες που στην αρχή δε μου άρεσαν (ήμουν φαν μόνο των ταινιών δράσης), αλλά έτσι όπως τις συζητάγαμε μετά άρχισα να μπαίνω αλλιώς στον κόσμο τους. Μου έδωσε και δύο-τρία βιβλία, ένα ενός Σουρούνη, ένα ενός Δημητρίου που μου άρεσαν πολύ. Είδα τον εαυτό μου μέσα τους. Αλλά κι ένα ξένο, ενός τύπου που τον έλεγαν Καπισίνσκι. Αυτό ήταν για το ποδόσφαιρο κι έλεγε τι παίζεται από πίσω. Κουλτούρα που λες, αλλά καλή κουλτούρα.

Ώσπου, κάποια μέρα πήγαμε και στο γήπεδο. Ο Μάρκος έφερε μαζί και την οικογένεια. Είχε καλά εισιτήρια, κάτσαμε στο κέντρο. Ολυμπιακός-Λάρισα. Ο Ολυμπιακός κέρδισε 5-2, σε ένα φοβερό παιχνίδι. Όλο το γήπεδο σειόταν. Είδα το Μάρκο να ξελαρυγγιάζεται, τον μικρό να τραγουδάει, τη γυναίκα του να φωνάζει συνθήματα. Μετά πήγαμε παραλία, σε μια ταβέρνα να γιορτάσουμε τη νίκη. Δίπλα μας ήταν κάτι Λαρισαίοι, ο Μάρκος τους κέρασε. Στο τέλος τραγουδάγαμε όλοι μαζί, μια παερά γίναμε και τα τσούζαμε στην υγεία της κοινής μας μεγάλης αγάπης, το ποδόσφαιρο. Τι να σου πω, τώρα όλα έχουν αλλάξει. Στη δουλειά ξαναπήγα, το αφεντικό με πήρε πίσω. Τη μανούλα μου πηγαίνω και τη βλέπω δύο φορές τη βδομάδα, την είχα ξεχάσει την καημένη τόσο καιρό. Και το ποδόσφαιρο, λατρεία, αλλά αλλιώς.

Η πλάκα που λες είναι πως νιώθω πολύ πιο Ολυμπιακός από πριν. Τώρα πραγματικά βλέπω τα παιχνίδια, τα ζω, τα καταλαβαίνω. Όχι ότι δεν διαμαρτύρομαι άμα μας αδικούν, όχι ότι δεν φανατίζομαι στα ντέρμπι, αλλά κάπου την πιάνω την όλη φάση σαν ένα παιχνίδι και μόνο. Να είναι καλά ο Μάρκος και η εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Γιατί που λες, αυτό είναι που ήθελα μόνο. Κάποιον να με πιστέψει, να δει αυτό που πραγματικά είμαι...
ntek
ntek
Καπετάνιε, Καπετάνιε Χαμογέλα!

Αριθμός μηνυμάτων : 2178
Κάρμα : 195
Points : 7872
Registration date : 29/12/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης